Πότε η στάση του γονέα μπορεί να χαρακτηριστεί «τοξική»;

Πότε η στάση του γονέα μπορεί να χαρακτηριστεί τοξική;

Πότε η στάση του γονέα μπορεί να χαρακτηριστεί «τοξική»;

Ως παιδιά μαθαίνουμε να ζούμε δίπλα στους γονείς μας, μάς φροντίζουν, τους αγαπάμε και μας αγαπούν. Μπαίνουμε σε μία οικογενειακή πραγματικότητα που πολλές φορές δεν είναι ξεκάθαρο, ιδίως στις μικρές ηλικίες, πόσο υγιής και ισορροπημένη είναι.

Μαθαίνουμε όμως έτσι από παιδιά, σε ένα συγκεκριμένο σύστημα με συγκεκριμένες δυναμικές. Λαμβάνουμε συγκεκριμένη ανατροφή και συνηθίζουμε, πιστεύοντας πως αυτό που ζούμε είναι το φυσιολογικό και το ψυχικά υγιές. Τα παιδιά χρειάζονται σταθερότητα, φροντίδα και ανιδιοτελή αγάπη για να «ανθίσουν», ωστόσο τα πράγματα δυστυχώς δεν είναι πάντα έτσι και στις μικρές ηλικίες τα παιδιά δεν έχουν το κριτήριο να εντοπίσουν έναν «τοξικό» γονέα. Μεγαλώνοντας αυτό γίνεται πιο ξεκάθαρο· το κατά πόσο οι γονείς προσφέρουν συναισθηματικά αυτά που το παιδί τους χρειάζεται ή αν η στάση τους είναι «τοξική». Μία τέτοια παραδοχή είναι για πολλούς μία επίπονη κατάκτηση, μετά από χρόνια σκέψης και ενοχών, ενώ η αντιμετώπιση μιας τέτοια συνθήκης είναι ακόμη πιο απαιτητική. Ανάλογες σχέσεις φυσικά συναντάμε και εκτός οικογενειακού πλαισίου. Ποια είναι όμως τα κύρια χαρακτηριστικά ενός γονέα που μπορεί να λειτουργούν «τοξικά» προς το παιδί του;

Αρχικά τα όρια της σχέσης αποτελούν πρόκληση για έναν τέτοιο γονέα. Συχνά γίνονται παρεμβατικοί και ελεγκτικοί με φανερό ή και μη τρόπο. Έχουν την τάση να εκφράζουν γνώμη για τα πάντα, δεν αναγνωρίζουν μία άποψη που παρεκκλίνει από την δική τους ως σωστή και γενικώς η έννοια της ιδιωτικότητας είναι ένα θέμα φλέγον. Από την άλλη υπάρχει και η έννοια των δυσδιάκριτων ορίων όπου ο «τοξικός» γονέας αυτοαποκαλύπτεται υπερβολικά στο παιδί μοιράζοντας προσωπικές λεπτομέρειες που δεν θα έπρεπε, αποδίδοντας του έτσι τον ρόλο του «φίλου» ή του «διαμεσολαβητή» ενώ κατηγορεί τον/την σύντροφο του ή ακόμη και αποδίδοντας στο παιδί ευθύνες για τις επιλογές που πήρε ως γονιός.

Η αγάπη των γονέων αυτών είναι συνήθως διαπραγματεύσιμη. Αν το παιδί δεν κάνει το χατίρι του γονέα τότε κινδυνεύει να την χάσει. Αντιθέτως για ένα παιδί οποιασδήποτε ηλικίας η αγάπη του γονέα προς αυτό πρέπει να θεωρείται δεδομένη και όχι προς απόσυρση σε περίπτωση που το παιδί δεν «συμμορφωθεί» με κάποιο γονεἳκό αίτημα.

Εναλλακτικά, ένας «τοξικός» γονέας μπορεί να είναι ανταγωνιστικός προς το παιδί του ή να βάζει σε προτεραιότητα τα δικά του συναισθήματα θεωρώντας ότι η οικογένεια πρέπει να σκέφτεται πρώτα εκείνον/εκείνη. Συχνή, είναι και η έντονη επίκριση ή η υποτίμηση του παιδιού τους και των στόχων του θεωρώντας πως εκείνοι γνωρίζουν το «καλό» του. Το αποτέλεσμα είναι το παιδί να μην εισακούγεται και να νιώθει ότι δεν σέβονται την προσωπικότητα του.

Δυστυχώς κάτι τέτοιο εύκολα θα μπορούσε να ξεφύγει ταπεινώνοντας το παιδί ακόμη και δημόσια. Τέλος, φλέγον ζήτημα σε μία «τοξική» σχέση θα μπορούσε να είναι και η αυτονομία του παιδιού. Ο γονέας συχνά θέλει να νιώθει ότι είναι απαραίτητος και ότι τον έχουν ανάγκη, συνεπώς είτε με το να «κόβει τα φτερά» του παιδιού του ή να το υπερπροστατεύει έχοντας το «μέσα σε μία γυάλα» το κρατά κοντά του, εγκλωβισμένο για ένα επόμενο βήμα.

Σαφώς τα παραπάνω χαρακτηριστικά μπορεί να υπάρξουν σε μεμονωμένες περιπτώσεις χωρίς να θεωρηθεί ένας γονέας «τοξικός». Κανείς δεν είναι τέλειος εξάλλου, γι’ αυτό και τοξική θα χαρακτηριστεί μία γονεἳκή στάση όταν μόνιμα διαθέτει κάτι από τα παραπάνω. Αξιοσημείωτο ότι η διαχείριση μίας τέτοιας κατάστασης είναι σαφώς περίπλοκη. Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ο απέναντι του δεν αλλάζει αν δεν το θέλει ο ίδιος, άρα το μόνο πεδίο δράσης του είναι ο εαυτός του. Οχυρώστε λοιπόν τον εαυτό σας, βάλτε τον σε προτεραιότητα και οριοθετήστε. Πείτε «όχι» εκεί που νιώθετε ότι πνίγεστε και διεκδικήστε το καλύτερο για εσάς, χωρίς φόβο.

Δείτε το άρθρο στην εφημερίδα